σφαγείο

σφαγείο
το / σφαγεῑον, ΝΑ, και σφαγειό Ν [σφαγή]
νεοελλ.
1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο
2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση ανθρώπου
β) κατάστημα τού οποίου τα προϊόντα έχουν πολύ υψηλές τιμές
γ) χαρτοπαικτική συγκέντρωση όπου ορισμένοι χαρτοπαίκτες κλέβουν τους άλλους
δ) παράνομος οίκος ανοχής στον οποίο παρασύρονται νεαρά κορίτσια ή παντρεμένες γυναίκες
ε) βιομηχανικά σφαγεία»
(τροφ. τεχνολ.) σφαγεία που αποτελούν βιομηχανικό συγκρότημα με εγκαταστάσεις ψύξης και κατάψυξης τού κρέατος, τμήμα τεμαχισμού και τυποποίησης τού κρέατος, αλλαντοποιείο-κονσερβοποιείο και εγκαταστάσεις επεξεργασίας τών παραπροϊόντων τών σφαγείων
στ) «υγειονομικό σφαγείο»
(τροφ. τεχνολ.) ιδιαίτερος χώρος τού σφαγείου με δικό του εξοπλισμό στον οποίο σφάζονται τα άρρωστα ή τα ύποπτα ασθένειας ζώα
αρχ.
αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το αίμα ζώων που είχαν θυσιαστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφαγείο — το 1. το μέρος όπου σφάζουν τα ζώα. 2. μτφ., σφαγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλομάκελλος — ον, Μ 1. αυτός που αγαπά τη μάκελλα, την τσάπα, που τού αρέσει να σκάβει, να τσαπίζει 2. (για σκύλο) αυτός που τού αρέσει το σφαγείο, που τόν τραβάει το σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μάκελλος (< μάκελλα)] …   Dictionary of Greek

  • Thomas Papadoperakis — (en grec moderne : Θωμάς Παπαδοπεράκης) est un artiste peintre d’origine grecque né le 13 décembre 1943 à Spilia, province d’Héraklion en Crète et décédé le 12 septembre 2002 à Nice en France. Sommaire 1 Études 1.1 Hera …   Wikipédia en Français

  • ζαλαχανάς — ζαλαχανάς, ὁ (Μ) σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. οσμαν. salhane, salhana] …   Dictionary of Greek

  • μάκελλα — και μακέλλη, η (Α μάκελλα και μακέλη) γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο, τσάπα, τσαπί («θεράπων μακέλλην ἔχων ἐπιφοροίη τῆς γῆς αὐτοῑς», Λουκιαν.) μσν. σφαγείο αρχ. μτφ. κεραυνός («μή σου γένος πανώλεθρον Διὸς μακέλλῃ πᾱν ἀναστρέψῃ Δίκη», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

  • μάκελλον — μάκελλον, και μάκελον, τὸ (Α) 1. φραγμός, τόπος περιφραγμένος 2. σφαγείο, κρεοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο (πρβλ. εβρ. miklā «φράκτης, μάντρα») είναι αμφίβολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει σημιτική …   Dictionary of Greek

  • μακελλάρης — ο (AM μακελλάριος, Μ και μακελλάρης) 1. σφαγέας ζώων 2. κρεοπώλης, χασάπης νεοελλ. μτφ. θηριώδης, φονιάς, αιμοχαρής, απάνθρωπος μσν. πιθ. φρουρός, σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «σφαγείο» + κατάλ. άρης (πρβλ. λατ. macell arius)] …   Dictionary of Greek

  • μακελλειό — το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) [μάκελλος] 1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο 2. κρεοπωλείο, χασάπικο 3. μαγειρείο νεοελλ. μσν. μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό») μσν. φρ. α. κάμνω… …   Dictionary of Greek

  • σφαγιαστήριον — τὸ, Α σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγιάζω + επίθημα τήριον (πρβλ. θυσιασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • σφαγιστήριον — τὸ, Α σφαγείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”